Quantcast
Channel: Μεντζελοπουλου βιβετα άτακτος blog
Viewing all articles
Browse latest Browse all 3451

Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης, Mapia

$
0
0

Greek Version:

Θά πενθώ πάντα — μ’ακούς; — γιά σένα,

μόνος,στόν Παράδεισο

I will always mournhear me?for you, alone, in Paradise.

 

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές

Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος

Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Fate, like a switchman, will turn

Elsewhere the lines of the palm

Time will concede for one moment

 

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

How else, since man loves and is loved

 

 

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα

Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

The heavens will perform our insides

And innocence will strike the world

With the scythe of deaths blackness.

 

 

ΙΙ.

 

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

I mourn the sun and I mourn the time that comes

Without us and I sing of others whove passed

If this is true

 

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά

Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τά “πίστεψέ με” και τα “μή”

Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

The bodies addressed and boats sweetly gliding by

The guitars that flicker under the waters

The believe me and the dont

One in the air and one in the music

 

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας

Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο

Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες

Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί

 

 

Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες

Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού

Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από τούς καταρράχτες

The two small animals, our hands

That tried to climb one another in secret

The flowerpot cool through the open garden gate

And the parts of sea coming together

Beyond the dry-stone wall, beyond the hedge

The windflower you held in your hand

Whose purple shuddered three times for three days above the waterfall

 

 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό

Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά

Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

If this is all true, I sing

The wooden beam and square tapestry

On the wall, the Mermaid with tresses unbraided

The cat that watched us in the dark

 

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό

Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο

Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

A child with incense and the red cross

The hour when night falls on unapproachable rocks

I mourn the garment that I fingered and the world came to me.

 

 

ΙΙΙ.

 

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

 

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω

Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος

Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια

Νά μαδάω γιασεμιά –κι έχω τή δύναμη

Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω

Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές

Because I love you and in love I know

How to enter in like the full moon

From everywhere, about your small foot in the boundless sheets

How to pluck the jasmineand I have the power

To blow the wind and take you in sleep through the moons passages and the seas secret colonnade

 

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα

Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς

Πώς λές ψιθυριστά τό “τί” καί τό “έ”

Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο

Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

The waves have heard of you

How you caress, how you kiss

Around the neck, around the bay

How you whisper the what and the eh

Always we the light and the shadow

 

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά

Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες

Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει

Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει

Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ

Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ

Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

 

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο

Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

 

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο

 

Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα

Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου

Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι

Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο

Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

 

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

III

 

Like so I speak of you and me

 

Because I love you and in love I know

How to enter in like the full moon

From everywhere, about your small foot in the boundless sheets

How to pluck the jasmineand I have the power

To blow the wind and take you in sleep through the moons passages and the seas secret colonnade

Hypnotized tree of silvering spiders

 

The waves have heard of you

How you caress, how you kiss

Around the neck, around the bay

How you whisper the what and the eh

Always we the light and the shadow

 

Always you the little star and always I the dark vessel

Always you the harbor and always I the light shining from the right

The wet jetty and the glint on the oars

High on the vine-laden house

The bound roses and cooling water

Always you the stone statue and always I the shadow that grows

You the hanging shutter and I the wind that blows it open

Because I love you and I love you

Always you the coin and I the worship that gives it value

 

So much the night, so much the humming in the wind

So much the mist in the air, so much the stillness

Around the despotic sea

Heavenly arch full of stars

So much your faintest breath

 

That I no longer have anything else

Within these four walls, this ceiling and floor

But to call for you and for my own voice to hit me

To smell your scent and for people to fear

Because people cant bear the untried

And foreign and its early you hear

Its early still in the world my love

 

To speak of you and me.

IV

 

ΙV.

 

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς

Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς

Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς

Μαχαίρι

Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς

Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς

Είμ’εγώ,μ’ακούς

Σ’αγαπώ,μ’ακούς

Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ

Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς

Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

 

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

 

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες

Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς

Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι

Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς

Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς

Τών ανθρώπων

Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

 

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς

Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς

Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς

Όπου κάποτε οί φιγούρες

Τών Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς

Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς

Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω

Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους

Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

 

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς

Τής αγάπης

Μιά γιά πάντα τό κόψαμε

Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς

Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς

Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας

Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

 

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

 

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς

Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς

Μές στή μέση τής θάλασσας

Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς

Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου,άκου

Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει — ακούς;

Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς

Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

 

V.

 

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς

Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους

Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού

Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου

Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω

Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

 

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει

Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι

Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα

Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

 

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο

Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά

Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

 

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού

Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου

Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό

Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο

Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής

Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

 

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή

Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

 

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει

Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια

Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο

Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

 

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική

Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη

Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο

Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση

Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

 

 

VI.

 

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη

Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς

Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα

Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα

Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς

Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά

τής θάλασσας

 

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί

Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί

Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει

Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

 

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

 

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί

Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί

Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι

Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

 

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί

νεογέννητο

Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί

Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού

Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

 

 

VII.

 

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

 

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ

Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

 

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό

και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.

 



Viewing all articles
Browse latest Browse all 3451

Trending Articles